Εισαγωγή
Παραδοσιακά, η πλέον αποτελεσματική μέθοδος επικοινωνίας μιας επιχείρησης
με μία άλλη (Β2Β) στο χώρο του eCommerce (ηλεκτρονικού εμπορίου) ήταν
η ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων (Electronic Data Interchange). Η μέθοδος
αυτή άρχισε να εφαρμόζεται από το 1970 και σήμερα καλύπτει τις ανάγκες του
95% των μεγάλων επιχειρήσεων (Fortune 500), επιτρέποντας την ανταλλαγή
σχετικά απλών εγγράφων όπως είναι οι παραγγελίες, τα τιμολόγια και οι ειδοποιήσεις.
Όμως, το EDI τελικά δεν είχε την αναμενόμενη απήχηση (εν μέρει λόγω του
υψηλού κόστους υλοποίησης) και στην πραγματικότητα έχει υιοθετηθεί από λιγότερο
του 5%, του συνόλου των επιχειρήσεων. Επίσης, πολλές φορές τα πρότυπα όπως το
EDIFACT και Ansi EDI (ΗΠΑ) στην πράξη προσαρμόστηκαν στις ανάγκες των εκάστοτε
εταιριών, με αποτέλεσμα τα μηνύματα των εταιριών αυτών τελικά να μην είναι συμβατά
μεταξύ τους. Έτσι, το πρότυπο EDI της FORD είναι διαφορετικό από το πρότυπο EDI
της General Motors και το πρότυπο της Tesco είναι διαφορετικό από εκείνο της
Marks and Spencer. Η έλλειψη ενός καθολικού προτύπου εμποδίζει την ανάπτυξη
πακέτων λογισμικού που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από οποιαδήποτε επιχείρηση,
με αποτέλεσμα η υλοποίηση των συστημάτων EDI να γίνεται επί παραγγελία,
καθιστώντας την λύση αυτή απαγορευτική για τις περισσότερες μικρομεσαίες
επιχειρήσεις.